Πόση αύξηση θα δουν οι καταναλωτές στα τιμολόγια ρεύματος – Παραδείγματα

Όλους τους καταναλωτές, ανεξάρτητα από τον προμηθευτή στον οποίο ανήκουν αφορά η επιδότηση των τιμολογίων ρεύματος από το «μαξιλάρι» του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης που συστήνει η κυβέρνηση για να απορροφήσει τους ισχυρούς κραδασμούς από τον διεθνή καλπασμό των τιμών ενέργειας.

Η στήριξη αφορά σε πρώτη φάση το τελευταίο τετράμηνο του έτους, επομένως τις καταναλώσεις Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου για τις οποίες η επιδότηση θα φανεί στον επόμενο εκκαθαριστικό λογαριασμό. 

Όπως ανέφερε την Τρίτη σε συνέντευξη τύπου ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας με τα μέτρα αυτά η κυβέρνηση παρέχει ένα ασφαλές στήριγμα στο 72% της αγοράς, το οποίο καταναλώνει μέχρι 300 κιλοβατώρες που όπως είπε μετά την επιδότηση θα επιβαρυνθεί με 1 ευρώ το μήνα. Το κενό που προκύπτει μέχρι τις 600 κιλοβατώρες θα καλυφθεί από την ΔΕΗ με εκπτώσεις που θα ξεπεράσουν το 30%.

«Πάνω από τις 400 κιλοβατώρες οι καταναλωτές θα κληθούν να πληρώσουν αύξηση 2 ευρώ στο λογαριασμό. Το 72% έχουν κάτω από 300 κιλοβατώρες άρα με τη επιδότηση το καλύπτουμε πλήρως» δήλωσε ο υπουργός. Ο κ. Σκρέκας προέβλεψε ότι σε ανάλογες κινήσεις θα προχωρήσουν και οι ιδιώτες προμηθευτές, ωστόσο τόνισε ότι ο ρόλος της πολιτείας είναι να προστατεύσει τους καταναλωτές και όχι να διαμορφώσει τις εμπορικές πολιτικές των επιχειρήσεων.

Τόνισε μάλιστα ότι στόχος του ΥΠΕΝ, ο οποίος θα συζητηθεί και στην απογευματινή σύσκεψη με την ΔΕΗ, τους προμηθευτές και την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας είναι να δουλέψει ο ανταγωνισμός με καθαρό τρόπο και με μέτρα παρακολούθησης της αγοράς ώστε να προστατευθεί ο τελικός καταναλωτής.

Ο κ. Σκρέκας απέφυγε πάντως να απαντήσει στην ερώτηση σχετικά με το ποια θα είναι οι οικονομική επιβάρυνση από τις εκπτώσεις για την ΔΕΗ. Δήλωσε ότι θα υπάρχει επίπτωση όπως αντίστοιχα και στον υπόλοιπο κλάδο αλλά όχι σε βαθμό που να απειλείται η βιωσιμότητά της, εκθειάζοντας το ικανό management της εταιρείας.

Παραδείγματα λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας

Με βάση τα κυβερνητικά μέτρα που παρουσίασε ο υπουργός, ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 300 κιλοβατώρες το μήνα θα πλήρωνε 35,18 ευρώ για την κατανάλωση (330 Χ 0,11058 ανά κιλοβατώρα) αλλά θα επιβαρύνονταν και με 20,54 ευρώ με ρήτρα αναπροσαρμογής. Μετά τα μέτρα θα λάβει τόσο την κρατική επιδότηση των 9 ευρώ (για καταναλώσεις μέχρι 300 κιλοβατόρες) και πρόσθετη έκπτωση 9,95 ευρώ από τη ΔΕΗ όπως την είχε ανακοινώσει από τον Αύγουστο. Έτσι τελικά αντί για 20,54 ευρώ θα επιβαρυνθεί με μόλις 1,59 ευρώ.

Αντίστοιχα, ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 500 κιλοβατώρες το μήνα, θα επιβαρύνονταν με ρήτρα αναπροσαρμογής 34,23 ευρώ. Τώρα θα λάβει την επιδότηση των 9 ευρώ για τις πρώτες 300 κιλοβατώρες κατανάλωσης, την έκπτωση των 16,59 ευρώ (30%) που είχε ανακοινώσει η ΔΕΗ, αλλά και πρόσθετη έκπτωση 6 ευρώ από την ΔΕΗ. Έτσι θα επιβαρυνθεί με μόλις 2,64 ευρώ.

Η επιδότηση των 9 ευρώ «εγκαινιάζει» πρακτικά και το νεοσύστατο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης με «προίκα» 150 εκ. ευρώ. Το Ταμείο, σύμφωνα με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα έχει έσοδα από δημοπρασίες εκπομπών ρύπων αλλά θα μπορεί να χρηματοδοτείται και από τον κρατικό προϋπολογισμό και άλλα πράσινα τέλη (π.χ. επέκταση του συστήματος εκπομπών αερίων ρύπων στις μεταφορές, στα κτίρια κ.α).

Άφησε δε ανοικτό να ενταχθεί στο ίδιο ταμείο σε επόμενο στάδιο, μεταξύ άλλων και το επίδομα θέρμανσης.

Τις επόμενες ημέρες, θα εκδοθεί η υπουργική απόφαση του κ. Σκρέκα για το ποσοστό των εσόδων από τις δημοπρασίες ρύπων που θα χρηματοδοτήσουν το νέο Ταμείο αν και έχει ανακοινωθεί πως η αρχική προίκα θα είναι 150 εκατ. ευρώ. Ενδεχομένως η «μαγιά» θα αυξηθεί ώστε να υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης και το 2022, κάτι που άφησε ανοικτό ο κ. Σκρέκας. Τα συνολικά έσοδα από τους ρύπους θα φτάσουν φέτος το 1 δισ. ευρώ, αλλά τα 600 εκατ. ευρώ θα καλύψουν τον ΕΛΑΠΕ (τον ειδικό λογαριασμό στήριξης των ΑΠΕ), το 5% – 6% για τους λιγνιτικούς δήμους, κ.ο.κ.

Ο κ. Σκρέκας στην εισαγωγική του παρουσίαση παρουσίασε την διεθνή πραγματικότητα στην ενεργειακή αγορά την οποία απέδωσε στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, στην αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων και στη μεγάλη αύξηση της ζήτησης ενέργειας σε περίοδο που περιορίζεται η προσφορά.

 

Δημοφιλή Αρθρα