Ελληνικό πρόγραμμα: Επιστροφή στο Μάιο του 2016 ή… του 2015;

Όσο πλησιάζουμε προς το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου –ναι προηγείται και αυτό της Πέμπτης επί του διαδικαστικού- τόσο πιο ξεκάθαρη καθίσταται η απόφαση που καλείται να πάρει η ελληνική πλευρά. Θα επιστρέψει στη δύσκολη συμφωνία του Μαΐου του 2016 ή ενδεχομένως και στη δυσκολότερη κατάσταση του Μαΐου του 2015; Στην απόφαση αυτή και το μαστίγιο και το καρότο κοστίζουν ακριβά.

Η λύση που έχει η Ελλάδα μπροστά της είναι περίπου ίδια με αυτή που απέτυχε να συμφωνηθεί στο eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Το προφίλ του αναδιαρθρωμένου ελληνικού χρέους θα συμφωνηθεί και θα εκτιμηθεί ως απολύτως βιώσιμο από τους θεσμούς. Ακολούθως το ΔΝΤ θα προχωρήσει σε νέο πρόγραμμα και θα αναμένει το 2018 την περιγραφή των μέτρων που θα οδηγήσουν στο νέο προφίλ του ελληνικού χρέους. Παράλληλα, η ΕΚΤ θα εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, την ώρα που οι αγορές θα παρατηρούν το ρίσκο της χώρας να μειώνεται δραστικά.

Το κόστος μιας τέτοιας απόφασης δεν είναι μικρό. Η Ελλάδα θα κληθεί άμεσα να νομοθετήσει μέτρα για το 2019, τα οποία θα αναιρέσει εφόσον πετύχει τους αντίστοιχους δημοσιονομικούς στόχους (3,5% του ΑΕΠ πρωτογενούς πλεονάσματος). Η διαδικασία είναι ακριβώς η αντίθετη από αυτή που επιδιώκει η ελληνική Κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί μέσω, της συγκεκριμενοποίησης του μηχανισμού προληπτικών μέτρων, να μεταθέσει τη νομοθέτηση όταν αυτά απαιτηθούν. Ο «koftis» όμως ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα θελκτικός για το ΔΝΤ. Και μπορεί το ύψος των μέτρων που ενδεχομένως να απαιτηθούν να υπόκεινται σε διαφορετικές –μα γεφυρώσιμες- εκτιμήσεις, ο τρόπος όμως που οι δύο πλευρές επιδιώκουν την νομοθέτηση πρακτικά δεν επιτρέπει συμβιβασμούς. Κατά συνέπεια, αν το ΔΝΤ δεν υποχωρήσει, η Ελλάδα καλείται να λάβει μία πολιτικά επώδυνη απόφαση.

Επιδίωξη τόσο των Βρυξελλών, όσο και των σημαντικότερων ευρωπαϊκών πρωτευουσών είναι να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά τη συμφωνία που ουσιαστικά θα σημάνει και το τέλος του δράματος του ελληνικού χρέους (θα απομένει ακόμη το επεισόδιο του 2018, περισσότερο διαδικαστικού χαρακτήρα). Και ο χρονικός ορίζοντας του ερχόμενου Φεβρουαρίου είναι ο ιδανικότερος,, με δεδομένες τις συνθήκες στην Ευρώπη. Δεν είναι όμως οι Ευρωπαίοι εταίροι εκείνοι που έχον τον πρώτο λόγο στην παρούσα φάση, αλλά η Αθήνα.

Σε περίπτωση που η ελληνική Κυβέρνηση δε συμφωνήσει με το ΔΝΤ, τα ευρωπαϊκά δεδομένα επανέρχονται στο χώρο της ασάφειας (η οποία δεν είναι διόλου δημιουργική αλλά εξαιρετικά επικίνδυνη). Θα απαιτηθούν εν μέσω δύσκολων πολιτικών συγκυριών αρκετές συνεδριάσεις του eurogroup και τουλάχιστον δύο σύνοδοι Κορυφής προκειμένου η επόμενη λύση να είναι αφενός μεν εφικτή, αφετέρου δε αυστηρότερη από την προηγούμενη, την οποία η Ελλάδα δε θα έχει δεχθεί. Όχι για λόγους τιμωρητικούς, αλλά ρεαλιστικούς. Τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια θα κληθούν να εγκρίνουν νέες χρηματοδοτήσεις προς την Ελλάδα, τις οποίες θα έχει αρνηθεί να εγκρίνει το ΔΝΤ. Την ίδια ώρα, ο υπόλοιπος (επενδυτικός και μη) κόσμος θα αντιμετωπίζει την Ελλάδα περίπου όπως το 2015. Κι αυτό γιατί μία αρνητική απάντηση του Ταμείου για νέο ελληνικό πρόγραμμα, θα τερματίσει και το τρέχον. Με την Ελλάδα να πρέπει να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει τις δανειακές της ανάγκες αλλά και τις έντονες εσωτερικές της προκλήσεις. Η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος προφανώς και είναι μία από τις σημαντικότερες.

Επανέρχεται η περίπτωση grexit; Όχι, είναι η πρώτη απάντηση. Αυτή μπορεί να επανέλθει εφόσον προχωρήσουν και άλλα (εφιαλτικά) σενάρια ως τις 20 Ιουλίου. Το γενικότερο ωστόσο κλίμα δε θα διαφέρει και πολύ. Κι αυτό προφανώς και θα δρα απολύτως αρνητικά στα οικονομικά μεγέθη της χώρας.

Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που πιστεύουν ότι ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις για την Ελλάδα θα πυροδοτήσουν αρνητικές εσωτερικές εξελίξεις σε χώρες που έχουν εκλογές – και ειδικά στη Γερμανία. Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα της ελληνικής οικονομίας ελάχιστα επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία. Κι αυτό το γνωρίζουν πλέον τόσο οι Βρυξέλλες όσο και η Ουάσινγκτον.

Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει αν τελικά το ΔΝΤ θα βάλει τις επόμενες εβδομάδες νερό στο κρασί του και πόσο. Το βέβαιο είναι ότι η ελληνική Κυβέρνηση θα κληθεί σύντομα να λάβει μία πολιτικά δύσκολη απόφαση. Με όρους οικονομίας, η απόφαση αυτή δεν είναι απλώς απαραίτητη, αλλά και η καλύτερη από οποιαδήποτε μελλοντική. Και είναι μία απόφαση που αν τη λάβει, θα κληθεί παράλληλα να την εφαρμόσει. Είναι συνεπώς στο δικό της χέρι αν η χώρα θα γυρίσει στον Μάιο του 2016 ή… νωρίτερα.