Όπως δήλωσαν, η ενδελεχής μικροσκοπική εξέταση αποκάλυψε δομές με μορφή σκουληκιού, σε έναν μετεωρίτη από τον ’ρη που έπεσε στη Γη πριν περίπου 13.000 χρόνια. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι δομές αυτές είναι σχεδόν σίγουρα απολιθωμένα βακτήρια.

Τα βακτήρια βρίσκονται ενσωματωμένα κάτω από τα επιφανειακά στρώματα του αρειανού βράχου, γεγονός που υποδηλώνει ότι ήδη βρίσκονταν μέσα του, όταν αυτός προσέκρουσε στον πλανήτη μας και ότι ο μετεωρίτης δεν μολύνθηκε εκ των υστέρων από γήινα βακτήρια. Ως «ένα πολύ ισχυρό στοιχείο για την ύπαρξη ζωής στον ’ρη», χαρακτήρισε την ανακάλυψη ο επικεφαλής επιστήμονας του Διαστημικού Κέντρου Τζόνσον της NASA Ντέηβιντ Μακέι, ο οποίος μελετά τον μετεωρίτη από τότε που ανακαλύφθηκε (1984), στους λόφους ’λαν της Ανταρκτικής.

Το 1996, ο Μακέι και οι συνεργάτες του συντάραξαν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, όταν για πρώτη φορά υποστήριξαν ότι τα μικροαπολιθώματα στο βράχο υποδηλώνουν την ύπαρξη ζωής, όμως οι σκεπτικιστές επιστήμονες είχαν στη συνέχεια απορρίψει τους ισχυρισμούς, υποστηρίζοντας ότι τέτοιες απολιθωμένες δομές μπορεί κάλλιστα να μην είναι βιολογικής προέλευσης.

Όμως η νέα ανάλυση, υπό τη δρα Κάθι Τόμας-Κέπρτα, με ηλεκτρονικά μικροσκόπια υψηλής ανάλυσης (που δεν υπήρχαν πριν 13 χρόνια, όταν είχαν γίνει οι προηγούμενες μελέτες), ενισχύουν πλέον -αν δεν αποδεικνύουν- ότι ο αρειανός βράχος όντως κρύβει στα σπλάχνα του ενδείξεις αρχαίας ζωής. Τα αρχαία μικρόβια πιθανότατα θα εισέδυσαν στο βράχο, όταν ένα μέρος από την επιφάνεια του ’ρη καλυπτόταν από νερά και οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι υπήρχαν μορφές ζωής.

Ο αστροβιολόγος Ντένις Μπαζιλίνσκι του πανεπιστημίου της Νεβάδα των ΗΠΑ, ο οποίος μέχρι τώρα ήταν ένας από τους σκεπτικιστές, δήλωσε πλέον ότι, μετά τα νέα στοιχεία, αποδέχεται τη βιολογική εξήγηση των απολιθωμάτων, πρόσθεσε όμως ότι δεν μπορεί ακόμα να απαντηθεί με σιγουριά το ερώτημα της ζωής στον κόκκινο πλανήτη.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο συγκεκριμένος μετεωρίτης αποσπάστηκε από την επιφάνεια του ’ρη, μετά την πτώση κάποιου αστεροειδούς στον πλανήτη, και έφθασε στη Γη αφού περιπλανήθηκε στο διάστημα επί 16 εκατ. χρόνια. Οι ερευνητές μπόρεσαν να ανιχνεύσουν την αρειανή προέλευσή του, καθώς η χημική σύνθεσή του ταίριαζε με αυτήν του ’ρη.

Τα αποτελέσματα της νέας έρευνας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό πλανητικής γεωχημείας Geochimica et Cosmochimica Actaπου εκδίδει η Γεωχημική και Μετεωριτική Εταιρεία, ενώ αναμένεται να ανακοινωθούν επισήμως από τη NASA την ερχόμενη Δευτέρα.

-->